tenace - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

tenace - translation to Αγγλικά

WIKIPEDIA GLOSSARY
Doubleton; List of bridge terms; Opening light; Bridge term; Bridge terms; Golden fit; Distribution (bridge); Control (bridge); Contract bridge glossary; Small slam; Bridge glossary; Yarborough (bridge); Glossary of contract bridge; Tenace; Brother Biltcliffe; Concession (contract bridge term); Concession (contract bridge); Double negative (contract bridge); Glossary of Contract Bridge terms; Glossary of bridge (card game); Glossary of whist terms
  • Rubber Bridge Scoring

tenace      
tenacious, persistent, persevering, relentless; single-minded, stubborn
rémanence         
n. persistence, perseverance, tenacity
ténacité         
n. tenacity, singleness, steadiness, perseverance

Ορισμός

Tenace
·noun The holding by the fourth hand of the best and third best cards of a suit led; also, sometimes, the combination of best with third best card of a suit in any hand.

Βικιπαίδεια

Glossary of contract bridge terms

These terms are used in contract bridge, using duplicate or rubber scoring. Some of them are also used in whist, bid whist, the obsolete game auction bridge, and other trick-taking games. This glossary supplements the Glossary of card game terms.

In the following entries, boldface links are external to the glossary and plain links reference other glossary entries.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για tenace
1. Un pistachier bien tenace à Béchar Un pistachier bien tenace est arrivé à fendre un rocher à Béchar.
2. Un effort d‘intégration continu, tenace et efficace.
3. Pas la peine de se pincer, la tendance est tenace.
4. Michael Ignatieff, intellectuel charismatique, se révélera un opposant tenace.
5. Il acquiert la réputation d‘un gestionnaire tenace et tętu.